πρόπολος

πρόπολος
-ον, Α
1. αυτός που βαίνει, που βαδίζει προηγουμένως ή αυτός που επιτελεί κάτι προηγουμένως
2. ο αφοσιωμένος σε κάτι
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόπολος
α) δούλος προπορευόμενος τού κυρίου του, θεράπων
β) δούλος τού θεού, αυτός που διερμηνεύει τη θέληση τού θεού στους ανθρώπους, ιερουργός
γ) νεωκόρος
δ) ερέτης, κωπηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -πολος (< πέλομαι «κινούμαι, κατευθύνομαι»), πρβλ. επί-πολος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρόπολος — going masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόπολον — πρόπολος going masc/fem acc sg πρόπολος going neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπόλοιο — πρόπολος going masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπόλοις — πρόπολος going masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπόλοισι — πρόπολος going masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπόλοισιν — πρόπολος going masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπόλου — πρόπολος going masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπόλους — πρόπολος going masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπόλων — πρόπολος going masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπόλῳ — πρόπολος going masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”